Το ναυάγιο
H Ερμιόνη ανέβηκε αργά τη σκάλα του μεγάλου δίπατου σπιτιού και έσυρε τα βήματά της βαριά ως την κλειδωμένη κάμαρα. Είχε καιρό να μπει εκεί μέσα. Κάποτε αυτό το δωμάτιο ήταν όλο γέλια και χαρές. Τώρα σιωπή και σκοτάδι.
Άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγο φως. Έβγαλε από το σεντούκι το μικρό ξύλινο κουτί. Ένα μαραμένο τριαντάφυλλο και μερικά
κιτρινισμένα γράμματα ήταν ό,τι είχε απομείνει από κείνον. Τον μονάκριβό της γιό, που της τον πήρε η θάλασσα, κάπου εκεί μακριά στον Ινδικό Ωκεανό, όταν το φορτηγό πλοίο που ταξίδευε έπιασε φωτιά. «Αγνοούμενος», της είπαν.
Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Δεν τον είδε καμιά ακτή. Είχαν περάσει 20 χρόνια. Τον είχε θάψει μέσα της η Ερμιόνη με όλες τις τελετές που άξιζαν στο αγόρι της αλλά δεν είχε περάσει ούτε
μια μέρα χωρίς να τον σκεφτεί. Βλέπεις δεν είχε άλλον στον κόσμο, ο άνδρας της παλιός ναυτικός και εκείνος, τους είχε αφήσει, όταν ο Μίλτος της ήταν μηνών. Αυτό το μωρό της έδινε ζωή. Ένα λόγο για να ζει. Όταν χάθηκε αυτός, έφυγε η ζωή από πάνω της. Σα φάντασμα περιφερόταν όλα αυτά τα χρόνια στο άδειο σπίτι με μόνη
συντροφιά τους χτύπους του μεγάλου ρολογιού και μια μόνο προσμονή: να βρεθεί το σώμα του γιού της.
Έσφιξε πάνω της τα γράμματα του, έριξε μια ματιά στο μαραμένο πια τριαντάφυλλο που της είχε προσφέρει εκείνος χρόνια πριν, 18 χρόνο
παλικαράκι λίγο πριν μπαρκάρει, για τα γενέθλια της, κοίταξε γύρω της το χώρο: ένα κρεβάτι με γαλάζια στρωσίδια, ένα γραφείο με μερικά σκόρπια χαρτιά και μια γυάλα με θαλασσινή άμμο και κοχύλια. Στον τοίχο αφρισμένες άσπρες πιτσιλιές στο γαλάζιο χρώμα του καμβά που
παρίσταναv τα κύματα – ζωγραφιά του Μίλτου της όταν ήταν παιδί.
- «Μάνα εγώ κάποτε θα ταξιδεύω σ’ αυτή τη θάλασσα! Θα τη δαμάζω», της έλεγε από μικρός.
Τόσο πολύ αγαπούσε το υγρό στοιχείο ο γιός της. Ήταν λίγο, το γονίδιο από την πλευρά του πατέρα του, λίγο το ότι το μεγάλωμα στο νησί
τον έκανε να βλέπει περισσότερο θάλασσα παρά χώμα, λίγο το ότι στο νησί δεν υπήρχαν δουλειές, που τον έκαναν να πάει στα καράβια
αμούστακο παλικαράκι.
- «Για καλό θα ναι μάνα» της έλεγε ο Μίλτος της.
«Μη στεναχωριέσαι. Θα ταξιδέψω λίγα χρόνια, τώρα που είμαι νέος, θα μαζέψω λεφτά και θα΄ρθω στο νησί να ανοίξω δικιά μου δουλειά. Θα δεις εγγόνια από μένα μάνα»
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Μίλτου πριν ανέβει στο σιδερένιο θηρίο που τον πήρε μακριά. Αυτά θυμόταν η Ερμιόνη, διάβαζε τα γράμματα και έκλαιγε πολύ – λες και το κλάμα της θα γινόταν υγρή γέφυρα που θα την πήγαινε ψηλά στον ουρανό, να τον έβλεπε λίγο, να τον άγγιζε. Και έτσι τη βρήκε το σούρουπο χαμένη μέσα στις αναμνήσεις της, με μάτια κόκκινα και μάγουλα υγρά. Αποσύρθηκε στη κάμαρά της αποκαμωμένη από το κλάμα και αποκοιμήθηκε βαριά.
Ένας ακόμα χειμώνας έφτανε στο τέλος του. Ερχόταν σιγά, σιγά η Άνοιξη. Το μαρτυρούσαν οι μυρωδιές των γιασεμιών
στις αυλές, τα πράσινα φύλλα στα δέντρα, τα χελιδόνια, που γύρισαν στις φωλιές τους.
Πάντα άρεσαν στην Ερμιόνη αυτοί οι φτερωτοί κύριοι με τα μαύρα φράνκα που λες και είχαν μέσα τους ρολόι, επέστρεφαν στις φωλιές τους κάθε χρόνο την ίδια περίοδο, αγγελιοφόροι της άνοιξης και της ελπίδας.
Τα χάζευε από το μπαλκόνι της η Ερμιόνη, εκείνο το Μαρτιάτικο πρωινό και τους μιλούσε:
- «Καλώς τα μου! Eσείς φέρνετε την άνοιξη, μα για μένα η άνοιξη δεν θα έρθει ποτέ», έλεγε με παράπονο.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, και ξαναμπήκε στην μονότονη ησυχία του σπιτιού. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να πιεί τα γάλα που είχε ζεστάνει και να φάει το ζυμωτό ψωμί. Ο πόνος είχε κλονίσει την υγεία της αρκετά και την είχε γεράσει. Το καλό φαγητό ήταν απαραίτητο για να την κρατούν τα πόδια της.
«Γκαπ, γκαπ, γκαπ», το χτύπημα στην πόρτα την σήκωσε από την καρέκλα, λέγοντας στον εαυτό της:
- «Αχ μωρέ Ερμιόνη, ξεκούτιανες πια τελείως, άφησες την πόρτα ανοιχτή και κοπανάει από τον αέρα»
Έφτασε στην πόρτα για να την κλείσει, μα ήταν κλειστή. Ξανά το χτύπημα, πιο έντονο αυτή τη φορά:
“γκααπ, γκααπ», σαν κάποιος να χτυπά με την παλάμη του.
- «Ποιος είναι?» ρώτησε από μέσα η Ερμιόνη, μα απάντηση δε πήρε. Ξανά το χτύπημα. Παιδική παλάμη χτυπούσε την πόρτα. Ένα
χεράκι αγορίστικο τόσο δα μικρό. Ανήκε σε ένα
ξανθό άγγελο με γαλανά ματάκια. Ήταν, δεν ήταν 5-6 χρονών.
- «Ερμιόνη Παλάζη?» τη ρώτησε ο μικρός, μόλις άνοιξε η Ερμιόνη την πόρτα.
- «Ποιος είσαι εσύ παλικαράκι μου?» τον ρώτησε. «Ναι εγώ είμαι η Ερμιόνη»
Αντί για απάντηση ο μικρός έβγαλε μια φωτογραφία και της έδειξε.
Ο Μίλτος της, της χαμογελούσε στη φωτογραφία – ήταν στην ηλικία που έφυγε για τα καράβια. Κάποιος της έκανε πλάκα. Κοίταξε
ξανά τον μικρό. Φαίνεται πως το όνομα της, ήταν τα μόνα ελληνικά που μιλούσε το αγοράκι.
Σήκωσε τα μάτια της από τη φωτογραφία να τον ξανακοιτάξει και πίσω του τώρα είδε έναν άντρα με γκρι φαβορίτα, σπαστά καστανά μαλλιά και τα μάτια του γιου της.
- «Δεν είναι δυνατόν!» Μονολόγησε και σωριάστηκε.
- «Μάνα, εγώ είμαι ο Μίλτος»
Το μικρό χεράκι της χάιδευε τα γκρίζα της μαλλιά, όταν συνήλθε, ενώ ο Μίλτος της την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Της είπε για το φοβερό ναυάγιο και το χτύπημα στο κεφάλι, για την ολική αμνησία που τον βασάνιζε για χρόνια, για το πώς ξεβράστηκε στις ακτές της Ινδίας, πως βρέθηκε όμηρος στις φυλακές του Αfghanistan, προσπαθώντας να ξεθάψει από το μυαλό του κάποιες εικόνες, κάποια ονόματα, να θυμηθεί ποιος είναι. Μάταια όμως.
Της περιέγραψε πως τελικά, δραπετεύοντας κατέληξε στη Νότια Αφρική ξεκινώντας τη ζωή του από την αρχή, με άλλο όνομα, χωρίς
παρελθόν. Μόνο με μέλλον. Ένα μέλλον που του έφερε μια Αγγλίδα σύζυγο, ένα γιό και σταδιακά τη μνήμη του.
- «Μάνα θα αλλάξουμε σελίδα τώρα που ήρθα. Όχι άλλα δάκρυα και πόνο. Μόνο χαρές και χαμόγελα» είπε και αγκάλιασε και τους 2 σφιχτά.
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια