Ξημέρωμα στην Παιδοχώρα

Ξημέρωμα στην Παιδοχώρα

Ξημέρωμα στην Παιδοχώρα

Mια φορά και ένα καιρό, κάπου μακριά, ήταν μια χώρα που κατοικούσαν μόνο παιδιά. Η Παιδοχώρα!

Η Παιδοχώρα ήταν μικρή σε έκταση και όλα πάνω της ήταν μικρά , τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα δέντρα, τα φυτά, οι βάρκες.  Η Παιδοχώρα βρισκόταν ανάμεσα σε 2 μεγάλα βουνά  και είχε στη μέση μια μεγάλη λίμνη. Όλα στην Παιδοχώρα ήταν χρωματιστά και χαρούμενα και μια μαγική μουσική ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα, που σε κάνε να μη θες να φύγεις από κει!

Όχι γονείς, ούτε άλλοι μεγάλοι. Στη χώρα αυτή ζούσαν όλοι ειρηνικά και ευτυχισμένα. Οι δάσκαλοι ήταν και αυτοί παιδιά, τα μεγαλύτερα έκαναν μάθημα στα μικρότερα, και μεταξύ τους είχαν χωριστεί σε ομάδες. Τα αγόρια  πήγαιναν για κυνήγι στο δάσος να φέρνουν τροφή για να τρώνε όλοι μαζί το μεσημέρι, ενώ άλλα ψάρευαν στη λίμνη και μοιράζονταν τα ψάρια. Τα κορίτσια έφτιαχναν όμορφα ρούχα  πολύχρωμα, μαγείρευαν στις λιλιπούτιες κουζίνες τους λαχταριστά γλυκάκια και νόστιμα παιδικά φαγητά: κεφτεδάκια, πίτσες , πατατάκια και  γαριδάκια στο φούρνο με τυρί! Μάζευαν επίσης τους καρπούς από τις μικροσκοπικές, πορτοκαλιές , κερασιές και τα άλλα δέντρα των κήπων και έφτιαχναν καταπληκτικές μαρμελάδες και σοκολοτόπιτες με σοκολάτες που έκοβαν από το Σοκολατόδεντρο – μόνο στην Παιδοχώρα υπήρχε αυτό το δέντρο – πουθενά αλλού.

Μιαμ , μιαμ τι νόστιμα φαγητά είχε αυτή η παιδοχώρα που επιτέλους μπορούσαν όλα να τα τρώνε χωρίς τη μαμά να τους φωνάζει:                   «Μη! δε κάνει !!”

Στη χώρα των Παιδιών βασίλευε ένα μικρό κορίτσι – όμορφο σαν άγγελος και έξυπνο σαν μεγάλος άνθρωπος.  Το ονομά της ήταν Βασιλική,  όπως και η ζωή της. Ήταν καλή και την αγαπούσαν όλα τα παιδιά . Είχε αυλικούς τα μεγαλύτερα αγόρια που με τα σπαθιά τους ήταν έτοιμα να την προστατεύουν από κάθε κακό.

Το πρωί σαν ξυπνούσε έβγαινε στο παραθύρι του παλατιού και  φώναζε  όλα τα παιδιά:

«Ελάτε, ελάτε να σας δώσω πραγματάκια» και τους μοίραζε σοκολάτες, μικρές χρωματιστές καραμελίτσες  και πατάτες τηγανιτές. Κάθε εβδομάδα καλούσε σε μικρές ομάδες τα παιδιά στο παλάτι και έπαιζαν με τα φανταστικά παιχνίδια που είχε εκεί :

Σε ένα μεγάλο ΜΑΓΙΚΟ δωμάτιο με ροζ τοίχους ένα σωρό παιχνίδια περίμεναν τη σειρά τους για να παίξουν με τα παιδια :τραίνα με οδηγό που ξεκινούσαν με ένα σφύριγμα, κούκλες που μιλούσαν, αεροπλάνα που πέταγαν σαν τα αληθινά, κιθάρες που έπαιζαν μουσική μόνες τους, αυτοκίνητα που έπαιρναν μπρος με ένα πρόσταγμα. Δεν χόρταιναν παιχνίδι ! Kαι όταν κουράζονταν, με ένα πρόσταγμα της Βασιλικής, το δωμάτιο άλλαζε χρώματα και άλλα παιχνίδια εμφανίζονταν μπροστά: καρουζέλ που γελούσαν, ζωάκια που μιλούσαν, παπουτσάκια που περπατούσαν μόνα τους .

Μετά κατέβαιναν στον κήπο του παλατιού που τους περίμενε ένα μεγάλο ουράνιο τόξο και τουs καλημέριζε σκύβοντας  με χαμόγελο : «καλημέρα παιδιά – πάρτε ένα χρώμα μου και ζωγραφίστε». Και τα παιδιά έπιαναν το χρώμα από το ουράνιο τόξο , και το έριχναν στον ουρανό σχηματίζοντας ότι φιγούρα ήθελαν , ενώ γελάκια και χαρούμενες φωνές αντηχούσαν  σε όλο το παλάτι.

Και εκείνη από χαρά χτυπούσε τα χεράκια της που όλα τα παιδάκια ήταν ευτυχισμένα.

«Μη στεναχωριέστε , τους έλεγε , την άλλη εβδομάδα θα παίξουμε πάλι με άλλα παιχνίδια – εγώ σας αγαπάω και θα σας βοηθάω όταν έχετε ανάγκη» και δώστου και χτύπαγε από χαρά τα χεράκια της και τα ποδαράκια της.

Η φήμη της Βασίλισσας Βασιλικής είχε φτάσει ως τα πέρατα του κόσμου – όλοι έλεγαν για το  πόσο καλή ήταν, πόσο χαρούμενη, τι ωραία που διοικούσε και πόσο αγαπούσε το λαό της.

                                                                _____________________

Όμως κάποιοι , κάπου μακριά είχαν  άλλη γνώμη….

« Ακούς εκεί να ζουν όλοι τόσο ευτυχισμένοι στη Παιδοχώρα  και εμείς με αυτόν τον χαζό βασιλιά που κοιμάται όρθιος να μη περνάμε καλά». Είπε ο στρατηγός Ζάβος… στο στρατό του.

Στη Χαζοχώρα ο βασιλιάς ήταν χοντρός και γέρος και βαριόταν να κουνηθεί. Ο καθένας, στη Χαζοχώρα έκανε ότι ήθελε. Δεν περνούσε όμως κανείς καλά, γιατί κανείς δεν έκανε τίποτα: κανείς δεν έφερνε τροφή, κανείς δε μαγείρευε, κανείς δεν δούλευε. Όλοι έπαιρναν πράγματα με το έτσι θέλω από το διπλανό τους  και όταν τέλειωναν τα εφόδια έκαναν επιδρομή σε άλλα χωριά και έπαιρναν ότι έβρισκαν μπροστά τους . Δεν υπήρχε σχολείο, ούτε νόστιμα φαγητά, ούτε παιχνίδια. Τα σπίτια τους ήταν ανάποδα με τις σκεπές προς τα κάτω –τόσο χαζοί ήταν που δεν ήξεραν πώς να χτίσουν και για να κοιμηθούν έβαζαν το κρεβάτι τους ψηλά στην οροφή, ανέβαιναν με σκάλα και κρέμονταν από κει.

Οι άνθρωποι ήταν άσχημοι και κοντοί και καθόλου χαρούμενοι – είχαν χαζό ύφος γιαυτό και η χώρα τους ονομάστηκε Xαζοχώρα.

Ζήλεψαν λοιπόν την βασίλισσα Βασιλική  και θέλησαν, να την  κλέψουν και να την κάνουν δική τους βασίλισα

Με αρχηγό τον Ζάβο , έναν παν ηλίθιο στρατηγό αποφάσισαν να κάνουν επίθεση στη Παιδοχώρα με σκοπό την απαγωγή της βασίλισσας  

Μια και δυο ετοίμασαν τα γέρικα άλογα τους κίνησαν λοιπόν για την Παιδόχωρα - σαν γενναίοι καβαλάρηδες. Τα άλογα όμως ήταν γέρικα και νηστικά και οι στρατιώτες ήταν τόσο χαζοί που δεν πήραν μαζί τους άλλα όπλα παρά μόνο τα σπαθιά τους

Στη μέση της διαδρομής άρχισαν να τους εγκαταλείπουν οι δυνάμεις τους και τα ζώα είχαν ήδη κουραστεί. Τι χαζοί που ήταν που δεν είχαν ταΐσει και ποτίσει τα ζώα!

Από το παρατηρητήριο του κάστρου ο φύλακας Τσιριχτούλης, είδε το στρατό της Χαζοχώρας να πλησιάζει εξουθενωμένος ήδη. Κατέβηκε κουτρουβαλώντας τις σκάλες φωνάζοντας :

  • «Βαθιλιθά , Βαθιλιθά μου, έρχονται οι εχθροί – έρχονται οι εχθροί» - «τρέχθτε στα αμπάρια να κρυφθείτε »

Στο ξεφώνισμα του Τσιριχτούλη , οι αυλικοί – προστάτες της Βασίλισσας έτρεξαν έξω από τα μαγικό δωμάτιο που έπαιζε η Βασιλική να την φυγαδεύσουν στα αμπάρια του πύργου για να μην τη βρει ο Χαζοστρατός και την πάρει

«Βασιλισά μου, ελάτε να σας κατεβάσουμε στα αμπάρια – να μη σας βρουν».

Η Βασιλική εκείνη την ώρα έπαιζε με τους φίλους της τα ζώα που σαν άκουσαν τις φωνές των αυλικών την περιέκλυσαν για να την προστατεύσουν :

«Aνέβα στην πλάτη μου της είπε το παγώνι – Ο Φούλης – εγώ θα φουσκώσω την ουρά μου και δεν θα σε δουν έτσι πολύχρωμος που είμαι».

«Εγώ θα ορμίσω να τους βγάλω τα μάτια με τα κοφτερά μου νύχια»  είπε η Κάτια η Γατούλα.

«Εγώ θα την πάρω στην πλάτη μου να πετάξουμε πάνω από τη θάλασσα μακριά» είπε ο Λάκης ο γλάρος.

-«Ηρεμήστε , ηρεμήστε είπε η Βασιλική – εγώ δεν αφήνω το λαό μου – εδώ΄θα μείνω να πολεμήσουμε μαζί» .

Και έδωσε το μικρό χεράκι της στον Άρη, το Σκύλο που την ανέβασε στην πλάτη του και έτσι γρήγορος που ήταν την κατέβασε στο πιο μυστικό αμπάρι του παλατιού. Οι αυλικοί της απέξω φρουρούσαν τη λατρεμένη Βασίλισσα τους μη πάθει κανένα κακό, και τι θα έκαναν μετά χωρίς αυτήν!

Η Βασιλική έχοντας παρέα τα αγαπημένα της ζωάκια, πατώντας ένα κουμπί από το αμπάρι που με ένα άγγιγμα μετατρεπόταν σε μυστική σπήλια,  μίλαγε στον αγαπημένο της λαό :

«Αγαπημένοι μου ,μη φοβάστε , μη φοβάστε δεν πρόκειται να με βρουν εδώ κάτω – είμαι καλά κρυμμένη. Αλλά εσείς ακούστε τι θα κάνετε όταν θα φτάσουν κοντά οι στρατιώτες της Χαζοχώρας ……», και άρχισε να τους περιγράφει το πανέξυπνο σχέδιό της .

Οι κουρασμένοι καβαλάρηδες άρχισαν να πλησιάζουν στον πύργο. Mόλις έφτασαν πολύ κοντά, οι πολεμίστρες του κάστρου άνοιξαν και χιλιάδες τόνοι από γιγάντια φασόλια άρχισαν να κατρακυλούν. Τα άλογα των εχθρών, έτσι πεινασμένα που ήταν όρμησαν  να φάνε, ρίχνοντας κάτω τους καβαλάρηδες , οι οποίοι πεζοί προσπαθούσαν να πλησιάσουν το παλάτι. Μα τα φασόλια ήταν πολλά και μεγάλα και κατρακυλούσαν με ορμή χωρίς να αφήνουν περιθώρια στους στρατιώτες να τρέξουν , ούτε καν να περπατήσουν, πέφτοντας στο κεφάλι τους με ορμή, αχριστεύοντας τελείως τα χάρτινα καπέλα που φορούσαν για κράνη

Τα σπαθιά τους ήταν άχρηστα πια αφού δεν είχαν με ποιόν να πολεμήσουν . Με τα γιγάντια φασόλια?

Μην έχοντας άλλα όπλα πια άρχισαν οι χαζοί να φωνάζουν :

-«Δώστε μας τη βασίλισσα και εμείς θα φύγουμε –δε θα σας κάνουμε κακό- Θέλουμε μόνο τη βασίλισσα.

-«H βασίλισσα δεν είναι εδώ – να φύγετε να πάτε στη Χαζοχώρα σας» είπαν οι αυλικοί στους απεσταλμένους του στρατηγού Ζάβου

-«Αν δε μας δώσετε τη βασίλισσα θα σας βάλουμε φωτιά» , είπαν οι χαζοστρατιώτες.

Ξαφνικά άρχισε να πέφτει νερό – πολλές και μεγάλες φουσκάλες από σαπούνι !

Η Βασίλισσα Bασιλική θέλοντας να γελάσει ακόμα πιο πολύ με τα κατορθώματα των χαζών κατοίκων της Χαζοχώρας πάτησε με το χεράκι της το μεγάλο γαλάζιο κουμπί από τη μαγική σπήλια και οι πολεμίστρες άρχισαν να πετάνε τόνους τώρα από σαπουνένιες σταγόνες που πέφτοντας στην γη έγιναν μια μεγάλη λίμνη. Λίμνη με φασόλια και σαπούνι χα χα χα – οι χαζοστρατιωτες δεν μπορούσαν να φύγουν με τίποτα – γλιστρούσαν και παραπατούσαν και χώνονταν πιο πολύ μέσα στη λίμνη από γιγάντια φασόλια και φούσκες. Aσε που τα χάρτινα κράνη τους έλιωσαν σαν χιόνι στο κεφάλι τους!

«Βοήθεια – βοήθεια φώναζαν – μα ήταν αδύνατον να γλυτώσουν από τη μεγάλη σαπουνοφασολίμνη» που τους ρουφούσε μέσα της και έκαναν μπουρμπουλήθρες στην προσπάθειά τους να βγουν από αυτή.

Η Βασιλική γελούσε τόσο δυνατά που γελούσαν μαζί της και όλοι οι φιλοι της τα ζωά – ο Φούλης το Παγώνι, ο Λάκης ο γλάρος , Κάτια η γατούλα και το αγαπημένο της κουνελάκι που το είχε πάντα αγκαλίτσα – ο Ρούλης. Οι δε αυλικοί την είχαν βάλει στους ώμους τους και την ανέβαζαν ήδη στο παλάτι γελώντας και αυτοί με την κατορθώματα των χαζοκατοίκων.

Το ξημέρωμα στην Παιδοχώρα βρήκε τη βασίλισσα Βασιλική να παίζει στο μαγικό Δωμάτιο με τα άλλα παιδιά από το λαό της χτυπώντας τα χεράκια της από χαρά και γελώντας «χα χα τι τους κάναμε – χα χα την πατήσανε οι χαζοί».

«Βασιλισσά μου , τι καλά – γλυτώσατε και δε θα σας πάρει πότε κανείς μακριά μας»

 

Και από τότε όλοι μαζί συνέχισαν να ζουν ήρεμοι και ευτυχισμένοι στην Παιδοχώρα με την Βασίλισσα Βασιλική να βασιλεύει και να προσέχει το λαό της και ο λαός να την αγαπά και να την προστατεύει από κάθε κακο.